συνουσια

συνουσια
    συνουσία
    συν-ουσία
    ион. συνουσίη ἥ [σύνειμι I]
    1) общение, знакомство, посещение
    

(τινός Plat. и πρός τινα Xen.)

    ἥ σέ ξ. Plat. — общение с тобою;
    κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Arph. — любезный в обхождении;
    πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — утомленный постоянным общением с больным (Филоктетом)

    2) сборище, общество, сходка, собрание Her., Isocr.
    

ἐν οἴνῳ σ. Plat. — попойка, пиршество;

    ξυνουσίαι θηρῶν Soph. — общество зверей

    3) беседа, собеседование
    

τέν συνουσίαν διαλῦσαι Plat. — прекращать беседу, т.е. расходиться;

    αἱ σοφαὴ ξυνουσίαι Arph. — ученые собеседования;
    προϊούσης τῆς ξυνουσίας Plat. — по мере того как развивается беседа

    4) посещение учителя, учение
    

(ἥ περὴ γράμματα σ. Plat.; μισθὸς τῆς συνουσίας Xen.)

    5) половые сношения, соитие Xen., Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "συνουσια" в других словарях:

  • συνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… …   Dictionary of Greek

  • συνουσίᾳ — συνουσίαι , συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσία — η η σεξουαλική, η γενετήσια πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίαι — συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιάσας — συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem acc pl (doric) συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem gen sg (doric) συνουσιάσᾱς , συνουσιάζω keep company with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»